- ποιμενική λογοτεχνία
- Λογοτεχνική δημιουργία, που εμπνέεται από τον κόσμο των ποιμένων (βουκόλων) που παρουσιάζεται εξιδανικευμένος όσον αφορά στο περιβάλλον, τη ζωή και τα αισθήματα του. Κατά καιρούς εκφράστηκε με διάφορους τρόπους: στην ποίηση (το ειδύλλιο, η βουκολική ποίηση, το εκλόγιο), στον πεζό λόγο (το βουκολικό μυθιστόρημα), στο θέατρο (ποιμενικό δράμα). Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της λογοτεχνίας βρίσκονται ήδη διαμορφωμένα κατά την ελληνιστική εποχή στα ειδύλλια τουΘεόκριτου, του Βίωνα και του Μόσχου, αργότερα στο μυθιστόρημα του Λόγγου Tα κατά Δάφνιν και Χλόην, με τάση προς τις επιτηδευμένες νατουραλιστικές περιγραφές, τις ειρηνικές διαμάχες μεταξύ ποιμένων, μουσικών ή ποιητών, τις αισθηματολογίες και το θρηνητικό ερωτισμό. Ο Βιργίλιος όμως υπήρξε ο πρώτος που με τα Βουκολικά του έδωσε στην ελληνιστική παράδοση της ποιμενικής ποίησης μια σταθερότερη αξία, εισάγοντας μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων (μεταξύ των oποίων την αυτοβιογραφική και την πολιτική αλληγορία, τα εγκώμια, τις προφητικές αναφορές, τη μυθολογική κοσμολογία), μοτίβα τα οποία κατά ένα μέρος μιμήθηκαν άλλοι αργότερα. Μια ηχώ της κλασικής ποιμενικής ποίησης βρίσκεται στα μεσαιωνικά ειδύλλια των δημοτικών ποιήσεων, που διατηρούν τη διαλογική μορφή, τυπικό πια γνώρισμα αυτού του είδους ποίησης. Και ο Πετράρχης (Bucolicum Carmen) και ο Βοκκάκιος (Ninfale d’Ameto) συμβάλλουν στην επιτυχία του ποιμενικού ποιήματος, που εξελίσσεται στο χαρακτηριστικό θεατρικό είδος κατά την Αναγέννηση, με τη μεταβολή του διάλογου σε πιο σύνθετη θεατρική δομή. Κατά το β΄ μισό του 15ου αι. η προτίμηση αυτή διαδίδεται και έξω από την Ιταλία, κυρίως στην Ισπανία (Σαντιλιάνα, Μποσκάν, Γκαρθιλάσο ντε λα Βέγκα) και στην Αγγλία (Σπένσερ). Από τον Μύθο του Ορφέα (1480) του Πολιτσιάνο, που είναι ακόμα δεμένος στις σκηνικές μορφές των μυστηριακών θεατρικών παραστάσεων, μέχρι τα ποικίλα βουκουλικά του ιταλικού 16ου αι., που άνθισαν στις αυλές των ευγενών (προπάντων στη Φεράρα, μόνιμο κέντρο θεατρικών πειραματισμών), αλλά και σε περιβάλλοντα λιγότερο υψηλά (π.χ. στη Σιένα), και στη λαϊκή παραλλαγή της αγροτικής φάρσας, το είδος φτάνει τη δομική και εκφραστική τελειότητα του με τον Αμίντα (1573), του Τάσο και τον Πιστό βοσκό του Γκουαρίνι. Την εποχή αυτή ακριβώς σημειώνεται και η ακμή της ποιμενικής ποίησης και του ποιμενικού δράματος στην Κρήτη. Η επίδραση είναι ιταλική, αλλά τα ελληνικά έργα, παρά την εξάρτησή τους από ξένα πρότυπα, σημειώνουν, με τη γλωσσική και ποιητική ποιότητα, την αρχή της μεγάλης για την ελληνική λογοτεχνία εποχής της Κρητικής σχολής. Τα δύο σημαντικά έργα είναι η Βοσκοπούλα και η Πανώρια (ήΓύπαρις), ενώ, όπως παρατηρεί ο Στυλιανός Αλεξίου, «ποιμενικό ειδύλλιο μπορούμε να ονομάσουμε και το περίφημο μέρος του Ερωτόκριτου (Β 585-744), όπου περιγράφεται πως ο Κρητικός Αφέντης της Γορτύνης Χαρίδημος σκότωσε κατά λάθος τη γυναίκα του στην Ίδα, γιατί την πέρασε για ελάφι, την ώρα που εκείνη τον παραφύλαγε, πιστεύοντας ότι την απατούσε με κάποια βοσκοπούλα».
Όπως το ποιμενικό θέατρο, το ίδιο μεγάλη επιτυχία είχε σε όλη την Ευρώπη και το βουκολικό μυθιστόρημα. Η Αρκαδία του Σανατσάρο αποτελεί το πρότυπο του είδους, αυτού που μιμήθηκαν τον 16o και 17o αι. οι Ισπανοί συγγραφείς (Μοντεμαγιόρ, Λόπε ντε Βέγκα κλπ.), οι Άγγλοι (Σίντεϊ), οι Γάλλοι (ντ’ Iρφέ), στους οποίους όμως τα θέματα, τυπικώς ουμανιστικά, του Σανατσάρο, υποχωρούν στη μυθιστορηματική πλοκή.
Τα «βουκολικά» του Βιργίλιου αποτέλεσαν πρότυπο για την ποιμενική ποίηση του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης. Εδώ, μια μικρογραφία του Σιμόνε Μαρτίνι από το βιργιλιανό κώδικα του Πετράρχη (Αμβροσιάνή Βιβλιοθήκη, Μιλάνο).
Dictionary of Greek. 2013.